παραξαπλώνω

παραξαπλώνω
παραξάπλωσα, παραξαπλώθηκα, παραξαπλωμένος
1. μτβ., απλώνω, τεντώνω κάτι πολύ: Παραξάπλωσες τις δουλειές σου και δεν μπορείς να τις παρακολουθείς.
2. αμτβ., ξαπλώνω για πολύ χρόνο: Παραξάπλωσα το μεσημέρι και σηκώθηκα αργά. Ουσ. παραξάπλωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραξαπλώνω — ξαπλώνω κάτι ή ξαπλώνομαι σε μεγαλύτερη έκταση από όση πρέπει ή για πάρα πολύ χρόνο …   Dictionary of Greek

  • παραξάπλωμα — το [παραξαπλώνω] ξάπλωμα περισσότερο από το κανονικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”